- Αετιανοί
- Οι οπαδοί του αιρετικού Αέτιου (βλ. λ., 1.). Οι Α. είχαν αλλοιώσει τις απόψεις του Αέτιου και πίστευαν σε επιπρόσθετες δοξασίες. Τους Α. καταδίκασε η B’ Οικουμενική Σύνοδος (381).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
аѥтиане — АѤТИАН|Е (5*), Ъ с. мн. Сторонники одной из ересей ответвления арианства, связанной с именем Аетия: Аетиане. иже ѡ(т) аети˫а. киликиискааго. ди˫акона бывъша. ѡ(т) георги˫а ари˫аньскааго. еп(с)па александрьскааго. (!!!!Άετιανοί) КЕ XII, 259б; то… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αέτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγέτης χριστιανικής αίρεσης (; Κωνσταντινούπολη περ. 375 μ.Χ.). Σπούδασε θεολογία με αρειανούς δασκάλους στην Αντιόχεια και αριστοτελική φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Στη διαμάχη του 4ου αι. γύρω από την Αγία Τριάδα… … Dictionary of Greek